Dictionary of Greek. 2013.
φασκιώνω — φασκιῶ, όω, ΝΜΑ [φασκία] (σχετικά με βρέφη) περιτυλίγω με φασκιές, με σπάργανα, σπαργανώνω αρχ. περιδένω με επίδεσμο … Dictionary of Greek